- καντιανός
- η , ό[ν] филос. 1. кантовский;2. (ο ) сторонник, последователь Канта, кантианец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καντιανός — ή ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον Καντ 2. αυτός που ασπάζεται το φιλοσοφικό σύστημα τού Καντ, ο οπαδός τού καντιανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. λ. kantian < κύριο όν. Kant Immanuel, Γερμανός φιλόσοφος] … Dictionary of Greek
νεοκαντιανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοκαντιανισμό 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο νεοκαντιανός, η νεοκαντιανή οπαδός τού νεοκαντιανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neokantian (< νε[ο] + καντιανός)] … Dictionary of Greek